Τὸ Κουτάλι!
Ο ΑΣΙΦ
ΡΟΥΦΗΞΕ τὴν τελευταία κουταλιὰ σούπας. Μιὰ αἴσθηση
πληρότητας τὸν κυρίευσε καὶ τὸν γαλήνευσε, κάθησε ὀκλαδὸν
στὸ δάπεδο τῆς σκηνῆς καὶ ἔγειρε σὲ ἕνα μαξιλάρι. Ἦταν μόνος
του, δὲν εἶχαν ἔρθει οἱ ἄλλοι ἀκόμα καὶ ἔτσι ἔμεινε νὰ
περιεργάζεται τὸ κουτάλι ποὺ κρατοῦσε. Πρώτη φορὰ στὰ ὀκτὼ
του χρόνια ἀντίκρυσε ἕνα καθημερινὸ ἀντικείμενο μὲ τόση
λατρεία.
Πρώτη φορὰ παρατήρησε τὸ σχῆμα του, πόσο ὄμορφο
ἦταν, σηκώθηκε μὲ μιᾶς καὶ κάθισε στὸ μαξιλάρι, πῆρε τὸ
κουτάλι καὶ τὸ ἔκανε κουπί. Ἦταν ἐξερευνητής.Ἕνα ρίγος τοῦ
διαπέρασε τὴ σπονδυλικὴ στήλη καθὼς τοῦ ἦρθαν στὸ μυαλὸ οἱ
μέρες ποὺ πέρασε στὴ θάλασσα. Ξανὰ ξάπλωσε στὸ μαξιλάρι του
καὶ συνέχισε νὰ περιεργάζεται τὸ κουτάλι. Ἡ κοιλότητα ποὺ
συγκρατοῦσε τὸ φαῒ γυάλιζε, μποροῦσε νὰ δεῖ τὸ πρόσωπό του,
κοίταξε, κοίταξε καλὰ ἀλλὰ δὲν τὸ ἀναγνώριζε. Δὲν μπορεῖ νὰ
ἦταν αὐτός! Τὸ πρόσωπο ποὺ ἔβλεπε ἦταν ἰσχνό, μὲ βαθουλωτὰ
μάτια καὶ χείλια σκασμένα. Ξανακοίταξε. Δὲν μπορεῖ νὰ ἦταν
αὐτός. Τὸ πρόσωπο ποὺ ἔβλεπε ἦταν σκληρό, χωρὶς
συναισθήματα. Σίγουρα δὲν ἦταν αὐτός! Τράβηξε τὸ πρόσωπό του
μὲ ἀηδία, τί παιχνίδια τοῦ ἔπαιζε ἄραγε τὸ κουτάλι. Ἔκανε
νὰ τὸ πετάξει ἀλλὰ μιὰ δύναμη ἀρχέγονη τὸν σταμάτησε,
τελικά τὸ ξανακοίταξε, ἦταν τὸ ὡραιότερο πράγμα ποὺ εἶχε
δεῖ τὶς τελευταῖες μέρες.
Τὸ ἔβαλε στὸ στόμα καὶ ἄφησε τὴ
γλώσσα του νὰ γλιστρήσει ἐπάνω του, τὸ κόλλησε στὸν οὐρανίσκο
καὶ τὸ κράτησε ἐκεῖ. Τί τέλειες καμπύλες! Ἄραγε ποιὸς νὰ τὸ
ἔφτιαξε ἀναρωτήθηκε. Νὰ τοῦ ἄρεσαν καὶ αὐτουνοῦ οἱ σοῦπες;
Σίγουρα θὰ τοῦ ἄρεσαν σκέφτηκε, ἀλλιῶς ποιὸς ὁ λόγος νὰ
φτιάξει κανεὶς ἕνα κουτάλι ἂν δὲν τοῦ ἀρέσουν οἱ σοῦπες. Τὸ
κράτησε πάλι στὸ χέρι του, εἶναι δικό μου εἶπε καὶ σκέφτηκε νὰ
τὸ κρύψει στὰ πραγματά του, εἶναι δικό μου! Τὸ μοναδικὸ δικό
μου πράγμα στὸν κόσμο, ἔνιωσε τόση χαρά.
Σὲ μιὰ στιγμὴ
ἀπροσεξίας τοῦ ἔπεσε στὸ δάπεδο τῆς σκηνῆς, ἀναπήδησε καὶ
τρόμαξε λὲς καὶ εἶχε κάνει τὸ πιὸ ἱερόσυλο πράγμα στὸν κόσμο.
Κοίταξε γύρω του, δὲν ἦταν κανείς, τὸ μάζεψε, μὲ στοργὴ θὰ
ἔλεγε κανείς, τὸ σκούπισε μὲ τὴ μπλούζα του καὶ τὸ
ξανακοίταξε, «οὔφ», δὲν ἔπαθε τίποτα εὐτυχῶς, ἕνα χαμόγελο
χαράχτηκε στὸ σκοῦρο του πρόσωπο. Τὸ ἀκούμπησε ἀντίκρυ του,
στὸ δίσκο ποὺ τοῦ ἔφεραν φαγητό. Πῆρε τὸ μαξιλάρι καὶ τὸ
ἔβαλε σὲ τέτοια θέση ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ τὸ βλέπει. Ἄραγε τὸ
βραδυνὸ θὰ ἦταν πάλι σούπα; Θὰ ξανασυναντοῦσε τὸ κουτάλι;
Σκέφτηκε τὴ μάνα του καὶ τὴν ἀγαπημένη του σούπα μὲ φακὲς ποὺ
τοῦ ἔφτιαχνε, ἄραγε θὰ τὴν ξαναέβρισκε ποτὲ; Εἶχε νὰ τὴ δεῖ
εἴκοσι μέρες, τότε ποὺ χωρίστηκαν ἔξω ἀπὸ τὰ Ἄδανα σὲ μιὰ
ἐπίθεση τῆς ἀστυνομίας. Δάκρυσε, κοίταξε τὸ κουτάλι, τὰ
βλέφαρά του βάρυναν. Μακάρι νὰ ὀνειρευόταν τὴν μητέρα του…
καὶ τὴ σούπα μὲ τὶς φακές.
Πάνος Ι. Κωστελένος (Ἀθήνα,
1979). Σπούδασε Τεχνικὸς Τηλεπληροφρικὴς στὸ Ρέθυμνο καὶ
ἔχει παρακαλουθήσει σεμινάρια ἀνατρεπτικῆς γραφῆς.Ζει και εργάζεται στο Κρανίδι.
Πηγή: ttps://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2018/12/19/%cf%80%ce%ac%ce%bd%ce%bf%cf%82-%e1%bc%b0-%ce%ba%cf%89%cf%83%cf%84%ce%b5%ce%bb%ce%ad%ce%bd%ce%bf%cf%82-%cf%84%e1%bd%b8-%ce%ba%ce%bf%cf%85%cf%84%ce%ac%ce%bb%ce%b9/